- παναρμόνιος
- -α, -ο (ΑΜ παναρμόνιος, -ον)1. αυτός που περιλαμβάνει όλους τους μουσικούς τρόπους και όλες τις μουσικές κλίμακες, τελείως αρμονικός, αρμονικότατος, γεμάτος αρμονία2. το ουδ. ως ουσ. το παναρμόνιο(ν)μουσικό όργανο με το οποίο μπορούν να εκτελεστούν όλες οι αρμονίεςαρχ.1. αυτός που σύγκειται από πολλά μέρη αρμονικότατα συναρμοσμένα μεταξύ τους, τέλειος, εντελής2. (το ουδ. ως επίρρ.) παναρμόνιονμε παναρμόνιο τρόπο, αρμονικότατα3. φρ. α) «παναρμόνιον τετράχορδον» — λεγόταν για τον Διοκλητιανό και τους συντρόφους τουβ) «ψυχαὶ παναρμόνιοι» — λεγόταν για τον Όμηρο και τον Πλάτωναγ. «παναρμόνιοι ἐρωαί» — λεγόταν για το όνειρο τών Μουσών.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἁρμονία. Το νεοελλ. παναρμόνιον μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.